Κάλχας

Κάλχας
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης, γιος του Θέστορα. Έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο και υμνήθηκε στην Ιλιάδα από τον Όμηρο. Στο έπος εμφανίζεται ως ιερέας-μάντης, στον οποίο απευθύνονταν οι αρχηγοί του ελληνικού στρατού στις κρίσιμες στιγμές. Αυτός, κατά τη γνώμη τους, γνώριζε «τα τ’ εόντα τα τ’ εσσόμενα προς τ’ εόντα» –το παρόν, το μέλλον και το παρελθόν– και μπορούσε να αποκαλύψει ποιος θεός ήταν η αιτία των δεινών, ποιο το παράπτωμα που διαπράχθηκε εναντίον του και ποιος ο τρόπος της εξιλέωσης. Έτσι, από τη μυθολογική δράση του Κ. προσδιορίζονται τα τυπικά καθήκοντα του ιερέα-μάντη κατά την αρχαία εποχή.
Ένας παράδοξος μύθος αναφέρει ότι ο Κ. πέθανε από λύπη, αφού νικήθηκε από τον μάντη Μόψο στην προσπάθεια επίλυσης ενός αινίγματος.
II
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 643 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 11 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κάλχας — Κάλχᾱς , Κάλχας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλχας — κάλχᾱς , κάλχη murex fem acc pl κάλχᾱς , κάλχη murex fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλχα — Κάλχας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλχαν — Κάλχας masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλχαντα — Κάλχας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλχαντες — Κάλχας masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλχαντι — Κάλχας masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλχαντος — Κάλχας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλχανθ' — Κάλχαντα , Κάλχας masc acc sg Κάλχαντι , Κάλχας masc dat sg Κάλχαντε , Κάλχας masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλχαντ' — Κάλχαντα , Κάλχας masc acc sg Κάλχαντι , Κάλχας masc dat sg Κάλχαντε , Κάλχας masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”